- κυψελόβυστος
- κυψελόβυστος, ον, ([etym.] βύω)A stopped up with wax,
ὦτα Luc.Lex.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὦτα Luc.Lex.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυψελόβυστος — κυψελόβυστος, ον (Α) αυτός που έχει τα αφτιά του βουλωμένα με κυψελίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυψέλη + βυστος (< βυνῶ «βουλλώνω»)] … Dictionary of Greek
κυψελόβυστον — κυψελόβυστος stopped up with wax masc/fem acc sg κυψελόβυστος stopped up with wax neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυψελόβυστα — κυψελόβυστος stopped up with wax neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)